ὑόσερις

ὑόσερις
ὑόσερις, ,
A swine's endive, hawk's-beard, Crepis neglecta, Plin.HN 27.90.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταρίδα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών Hypericum perfoliatum τού γένους υπερικό, Scorzonera crucifera τού γένους σκορζονέρα και Hyoseris radiata τού γένους υοσερίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”